μουντζουρώνω

μουντζουρώνω
και μουτζουρώνω και μουζουρώνω (Μ μουντζουρώνω και μουρτζουλώνω και μουτζουλώνω) [μουντζούρα]
αλείφω το πρόσωπο κάποιου με καπνιά για διαπόμπευση
νεοελλ.
1. λερώνω κάποιον ή κάτι με μελάνι ή άλλη βαθύχρωμη ουσία
2. γράφω δυσανάγνωστα γράμματα, σχεδιάζω ορνιθοσκαλίσματα ή κάνω ακανόνιστα σχέδια
3. μτφ. ντροπιάζω, ατιμάζω
4. φρ. «αυτός μουντζουρώνει το χαρτί» — λέγεται για συγγραφέα κακό και πολυγράφο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μουντζουρώνω — μουντζουρώνω, μουντζούρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μουντζουρώνω — μουντζούρωσα, μουντζουρώθηκα, μουντζουρωμένος, λερώνω με μουντζούρες: Τον αποβάλανε γιατί μουντζούρωσε τους τοίχους της τάξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθαλώνω — [αθάλη] μαυρίζω κάποιον ή κάτι με αιθάλη, καπνιά, μουντζουρώνω, μαυρίζω …   Dictionary of Greek

  • αμουντζούρωτος — η, ο [μουντζουρώνω] αυτός που δεν έχει μουντζούρες, καθαρός …   Dictionary of Greek

  • κηλιδώνω — (Α κηλιδῶ, όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [κηλίς] 1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῡ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.) 2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῑσι διὰ τυραννίδας… …   Dictionary of Greek

  • μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …   Dictionary of Greek

  • μουτζουλώνω — (Μ) βλ. μουντζουρώνω …   Dictionary of Greek

  • μουτζουρώνω — βλ. μουντζουρώνω …   Dictionary of Greek

  • αθαλώνω — αθάλωσα, αθαλώθηκα, αθαλωμένος, μουντζουρώνω, μαυρίζω: Το σπίτι ήταν παλιό κι η σκεπή από τη φωτογωνιά είχε αθαλώσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κηλιδώνω — κηλίδωσα, κηλιδώθηκα, κηλιδωμένος 1. λερώνω, λεκιάζω: Κηλιδώθηκε το παντελόνι σου. 2. στιγματίζω, ντροπιάζω, μουντζουρώνω: Κηλίδωσε την τιμή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”